-
1 ἐκτρίβω
A- τρῐβήσομαι S.OT 428
:— rub out, i. e. produce by rubbing,πῦρ ἔκ τινος X.Cyr.2.2.15
;φλόγα Poll.9.155
(but in S.Ph. 296 ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων.. ἔφην' ἄφαντον φῶς rubbing hard): metaph.,λύπην Plu.2.610b
:—[voice] Pass.,τὰ ψυχικὰ προτερήματα διὰ τὰ ἔπαθλα οἷον ἐκτρίβεται Longin.44.3
.II rub out, i.e. to destroy root and branch, σφέας πίτυος τρόπον ἀπείλεε ἐκτρίψειν (cf. πίτυς) Hdt.6.37;ἐ. τινὰ πρόρριζον E.Hipp. 684
;τὴν ποίην ἐκ τῆς γῆς ἐκτρίβειν Hdt.4.120
;αὕτη μ' ἡ γυνή ποτ' ἐκτρίψει Herod.6.27
, dub. in E.Cyc. 475; βίον ἐ. bring life to a wretched end, = Lat. conterere vitam, S.OT 248, cf. 428:—[voice] Pass.,πρόρριζος ἐκτέτριπται Hdt.6.86
.δ; ὁπλὰς ἐκτετριμμένος with the hoofs worn off, Luc.Asin.19.IV rub, thresh out, f.l. in Nic.Fr.68.3.V polish, Thphr.HP4.11.6, Plb. 10.20.2;ἀργυρώματα Class.Phil.19.234
(iii B.C.); cf. ἐξετρίβετο· σφόδρα ἐκοσμεῖτο, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτρίβω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский